- σκιλλαρένη
- η, Ν(φαρμ.) καθένας από τους ετεροζίτες Α, Β, C που απομονώνονται από τους βολβούς τού φυτού Scilla maritima τού γένους σκίλλα και από τους οποίους ο ετεροζίτης Α έχει καρδιοτονωτική και διουρητική δράση, αλλ. σκιλλαροζίτης.
Dictionary of Greek. 2013.